υιοπάτωρ

υιοπάτωρ
-ορος, και υἱοπατήρ, -πατρός, ὁ, ΜΑ
εκκλ. συν. στον πληθ. oἱ υἱοπάτορες
αιρετικοί που κήρυσσαν την ταυτότητα τού Πατρός και τού Υιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο-πάτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υιοπατήρ — πατρός, ὁ, ΜΑ βλ. υἱοπάτωρ …   Dictionary of Greek

  • υιοπατορία — η / υἱοπατορία, ΝΜΑ, και υἱοπατερία Μ [υἱοπάτωρ, ορος] εκκλ. χριστιανική αίρεση κατά την οποία τα δύο πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, Πατήρ και Υιός, συνενώνονται σε ένα, αυτό τού Πατέρα, που έγινε άνθρωπος και πήρε τη μορφή τού Ιησού Χριστού …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

  • ЕДИНОСУЩИЕ — [греч. ἡ ὁμοουσιότης; лат. consubstantialitas], один из важнейших терминов в христ. богословии, имевший решающее значение в истории триадологических споров IV в. Прилагательное «единосущный» (ὁμοούσιος) как богословский термин представляет собой… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”